Το ταξίδι προς το φόβο.
Η επιστροφή είναι πάντα δύσκολη. Σε βγάζει από τη βόλεψή σου. Σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί ξεκίνησες και προς τα που πορεύτηκες. Αν έφτασες εκεί που ήθελες. Και αν τελικά αυτό που ήθελες άλλαψε όψη, μέχρι να το φτάσεις. Ποτέ όταν φτάνεις, δεν φτάνεις πραγματικά. Γιατί στη διαδρομή άλλαξες, χωρίς να το καταλάβεις. Και όταν είσαι στο τέλος σκέφτεσαι την αρχή. Αναζητάς ξανά το ταξίδι για να βρεις το μονοπάτι που σου διέφυγε και έπρεπε να στρίψεις αλλά εσύ κοίταζες μόνο την ευθεία και δεν υπήρχαν περιθώρια στο νου σου και τη βλέψη σου για κάτι άλλο. Και όταν φτάνεις έχεις καθαρό μυαλό και χρόνο να σκεφτείς ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψεις πίσω και να πάρεις από την αρχή το χάρτη του μυαλού σου.
Διαβάζω τις σκέψεις μου από το πρώτο μου ταξίδι και δεν ξέρω αν όντως τις είχα γράψει εγώ. Δεν αναγνωρίζω ούτε ένα γράμμα τους. Ξέρω όμως ότι αυτές με παρακίνησαν να ξεκινήσω. Και τώρα γυρίζω πίσω να τις συναντήσω και να ξαναγνωριστούμε. Ο άνθρωπος αλλάζει μαζί με το χρόνο που αφήνει πάνω του τις σκιές του. Και έτσι πρέπει να επιστρέφεις για να καθαρίζεις ξανά το μέσα σου και να ξαναξεκινάς το δρόμο σου με περισσότερα εφόδια που θα σε φτάσουν πιο μακριά.
Γυρνάω και νιώθω ότι είχα ξεμείνει ναυαγός πολύ καιρό στο νησί της Ουτοπίας. Τώρα πια έχω ξεχάσει πως είναι η πραγματικότητα που είχα αφήσει πίσω μου. Κοιμόμουν έναν ύπνο γλυκό και μακάριο και έχασα πολύ γη και ουρανό κοιτάζοντας μόνο το φεγγάρι.
Το αντίθετο όμως της Ουτοπίας είναι η ζωή. Η πραγματική ζωή που σε θέλει μαχητή και όχι επιζών. Που σε θέλει ξύπνιο, όχι κοιμισμένο. Οδοιπόρο όχι ναυαγό.
Σα ναυγός λοιπόν αναπαύτηκα πάνω στη σχεδιά μου και έφτιαξα το δικό μου νησί με χώμα και νερό. Και έζησα εκεί καιρό. Ζωγράφισα τον ήλιο, και έπλασα τη θάλασσα με τέτοιο τρόπο που να μη μπορώ να την ακουμπίσω για να μη μπω στον πειρασμό να φύγω από εκεί.
Έβαλα ένα ένα όλα μου τα εμπόδια που με κράταγαν μακριά από τη στεριά και με έπεισα ότι εκεί ήμουν ασφαλής και ήρεμη. Και έτσι πορευόμουν μέχρι που ο νους μου ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη και μια θύελλα μου έσβησε τις ζωγραφιές και βρέθηκα μεσοπέλαγα. Και εκείνη τη στιγμή είχα να αντιμετωπίσω κάτι πιο δυνατό από τα πιο δυνατά και μεγάλα κύματα που με κυρίευσαν. Το φόβο του μυαλό μου που έπλαθε όλα αυτά. Το ΦΟΒΟ.
Φοβόμουν το φόβο. Φοβόμουν, ήλπιζα και δεν ήμουν ελεύθερη.
Άρχισα να τον πλησιάζω με δειλά βήματα, κυμάτισα σιγά σιγά προς το μέρος του μήπως και καταφέρω να τον προσεγγίσω για να δω τα χιλιάδες προσωπεία του. Έψαξα μέσα μου και άρχισα να τα αναγνωρίζω. Τα είχα όλα δει στο παραλθόν, μα τα είχα πια ξεχάσει. Έπρεπε να ξανασυστηθούμε για να σμίξουμε και να μπορέσουμε μετά να χωρίσουμε αγαπημένα.
Το πιο δύσκολο ξεκίνημα ήταν τούτο δω. Να γράψω αυτά που με ετρωγαν μέσα μου, που ξεχύλιζαν φωνή και εγώ έκανα ότι δεν άκουγα. Και να που πήρα πάλι θάρρος να ξεκινήσω. Φοβήθηκα μη δε μπορώ πια να γράψω. Μήπως έιχα αποσυνδεθεί τόσο από το μυαλό και τις νόρμες μου, που δεν ήξερα τι θα βγει από τούτο το κεφάλι.
Με το που ένιωσα το φόβο αυτό να αγκαλιάζει το νου μου άνοιξα τα μάτια μου και ανένδοτη είπα: Θα τα καταφέρω. Θα επιστρέψω για να ξαναξεκίνησω το ταξίδι προς το φόβο. Κάθε μέρα θα σβήνω και ένα σταθμό. Οι βαλίτσες μου θα γράφουν Μείνε ανένδοτη. Η καρδιά μου θα φωνάζει: Γενναία ψυχή. Το όπλο του φόβου είναι η βόλεψη. Ο εχθρός του η ανηφόρα. Ήρθε η ώρα να πάω προς τα πάνω. Τόσο καιρό κατέβαινα. Τώρα επιστρέφω στην κορυφή με καρδιά ανάλαφρη και καθαρό μυαλό. Δε με νοίαζει να νικήσω το φόβο. Θέλω μόνο να τον βρω.
Σχόλια